- φριξαί
- φριξόςstanding on endfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φρίξαι — φρί̱ξαῑ , φρίσσω to be rough aor opt act 3rd sg φρίζω aor imperat mid 2nd sg φρίζω aor inf act φρίξαῑ , φρίζω aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρῖξαι — φρίσσω to be rough aor imperat mid 2nd sg φρίσσω to be rough aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φρίξαι — Φρίξη fem nom/voc pl (doric) Φρίξᾱͅ , Φρίξη fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρίττω — και φρίσσω ΝΜΑ, και φρίζω Α [φρίξ, φρικός] 1. (για υδάτινη επιφάνεια) κυματίζω ελαφρά 2. (κατ επέκτ.) κινούμαι ελαφρά, κυματίζω («πεύκη φρίσσουσα ζεφύροις», Ανθ. Παλ.) 3. ριγώ, ανατριχιάζω, τρεμουλιάζω από ψύχος, πυρετό, φόβο ή έντονη συγκίνηση… … Dictionary of Greek
φριξός — Πρόσωπο της ελληνικής μυθολογίας: γιος του Βοιωτού βασιλιά Αθάμαντα, έφυγε με την αδελφή του Έλλη, για vα αποφύγει την έχθρα της μητριάς του, χάρη στη θαυμαστή επέμβαση ενός χρυσόμαλλου κριού που έστειλε η μητέρα τους Νεφέλη. Ο κριός πήρε… … Dictionary of Greek
Φρίξα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 220 μ.), στην πρώην επαρχία Ολυμπίας, του νομού Ηλείας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (8 τ. χλμ.) και βρίσκεται κοντά στον Αλφειό, NA της αρχαίας Ολυμπίας. Η Φ. βρίσκεται στη θέση της αρχαίας ομώνυμης πόλης. Ο Ηρόδοτος… … Dictionary of Greek